- νεῦσε
- νέω 1swimaor ind act 3rd sg (homeric ionic)νεύωincline in any directionaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινεύω — (AM ἐπινεύω) [νεύω] 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.) 2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.) αρχ. 1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς… … Dictionary of Greek
νεῦσ' — νεῦσα , νέω swim pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) νεῦσι , νέω swim pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) νεῦσι , νέω swim pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) νεῦσαι , νέω swim pres part act fem nom/voc pl (epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Statue of Zeus at Olympia — The Statue of Zeus at Olympia was one of the Seven Wonders of the Ancient World. It was made by the famed Greek sculptor of the Classical period, Phidias, circa 432 BC on the site where it was erected in the temple of Zeus, Olympia, Greece. [… … Wikipedia
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
διεκινδύνευσε — διεκινδύ̱νευσε , διακινδυνεύω run all risks aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνευσε — δί̱νευσε , δινεύω whirl aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκινδύνευσ' — παρεκινδύ̱νευσα , παρακινδυνεύω make a venture aor ind act 1st sg παρεκινδύ̱νευσε , παρακινδυνεύω make a venture aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκινδύνευσε — παρεκινδύ̱νευσε , παρακινδυνεύω make a venture aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκινδύνευσε — προεκινδύ̱νευσε , προκινδυνεύω run risk before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)